- καλοντύνω
- καλόντυσα, καλοντύθηκα, καλοντυμένος, ντύνω κάποιον καλά: Είναι πάντα καλοντυμένος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καλοντύνω — 1. ντύνω κάποιον ωραία, κομψά 2. ντύνω κάποιον με καλά ρούχα 3. (η μτχ. παθ. παρκμ.) καλοντυμένος, η, ο 1. ντυμένος ωραία, κομψά 2. ντυμένος με επίσημη ενδυμασία … Dictionary of Greek
καλ(ο) — (AM καλ[ο]·) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β συνθετικό, πρβλ. καλό καρδος, καλο τάξιδος) με… … Dictionary of Greek
καλοντυμένος — η, ο βλ. καλοντύνω … Dictionary of Greek